Αποσάσματα από σχετικό άρθρο του Νίκου Χρυσογέλου (πρώην Ευρωβουλευτή Οικολόγων-Πράσινων)
Τι είναι η «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου κι Επενδύσεων» (ΤΤΙP)
Όπως παρουσιάζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Κομισιόν, ηTTIP αφορά σε «διαπραγματεύσεις
που αποσκοπούν στην άρση των φραγμών του εμπορίου (δασμοί, περιττές
κανονιστικές ρυθμίσεις, περιορισμοί των επενδύσεων κ.λπ.) σε ένα ευρύ
φάσμα οικονομικών τομέων, έτσι ώστε να καταστεί ευκολότερη η αγορά και η
πώληση αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ
επιθυμούν επίσης να διευκολύνουν τις εταιρείες τους στις επενδύσεις
στην οικονομία και των δύο χωρών». Ήδη έχουν ολοκληρωθεί 7 κύκλοι
διαπραγματεύσεων ΗΠΑ και ΕΕ για την συμφωνία αυτή, ενώ η αντίστοιχη
μεταξύ Καναδά και ΕΕ (CETA) έχει φτάσει σε τελική μορφή.
Η πιο σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο Συμφωνία TTIP (αν ολοκληρωθεί) θα
έχει σημαντικές επιπτώσεις σε 500 εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες, αλλά
και στα εκατομμύρια Αμερικανών πολιτών. Αφορά στην οικονομία, στο
εμπόριο, στο περιβάλλον και στα κοινωνικά δικαιώματα. Δεν είναι λοιπόν
τυχαίο που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον χιλιάδων οργανώσεων από τις δυο
πλευρές του Ατλαντικού, ευρωβουλευτών, βουλευτών και γερουσιαστών.
Στο σκοτάδι οι διαπραγματεύσεις
Οι συνομιλίες παραμένουν μέχρι σήμερα στο σκοτάδι, αν και έχουν
προηγηθεί 7 γύροι διαπραγματεύσεων. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται
από το Συμβούλιο της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ότι από τη
στιγμή που γίνεται διαπραγμάτευση για εμπορική συμφωνία δεν μπορείς να
δείχνεις τα χαρτιά σου και να γνωρίζει τις θέσεις σου ο «απέναντι». Από
την άλλη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ισχυρίζεται ότι δεν θα
αποδυνάμωνε δικαιώματα τα οποία υποστηρίζει. Είναι, λοιπόν, τα πράγματα
υπό έλεγχο ή πρέπει να ανησυχούμε;
Στις διαπραγματεύσεις δεν συμμετέχουν ούτε εκπρόσωποι των εκλεγμένων
κοινοβουλίων ούτε φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο και η αμερικάνικη Γερουσία δεν συμμετέχουν στις
διαπραγματεύσεις, σε αντίθεση με πολλές άλλες συμφωνίες. Ο Αμερικανός
πρόεδρος θα διαχειριστεί ο ίδιος της Συμφωνία. Ο ρόλος του
Ευρωκοινοβουλίου περιορίζεται στο να εγκρίνει ή να απορρίψει την τελική
συμφωνία. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 218 της Συνθήκης
Λειτουργίας της ΕΕ (Συνθήκη Λισαβόνας) που προβλέπει ότι «η Κομισιόν στο
πλαίσιο διαπραγμάτευσης διεθνών εμπορικών συμφωνιών υποχρεώνεται να
πληροφορεί άμεσα και πλήρως το Ευρωκοινοβούλιο». Το ίδιο ισχύει και για
το Κογκρέσο, θα ψηφίσει ή θα καταψηφίσει την απόφαση.
Στην διαδικασία υπάρχει ανοικτή επικοινωνία με μεγάλες επιχειρήσεις.
Μόνο κατά την φάση προετοιμασίας της TTIP, πραγματοποιήθηκαν 590
συναντήσεις εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκπροσώπων λόμπυ,
από τις οποίες - σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις - το 92% αφορούσε
ομάδες λόμπυ της βιομηχανίας και μεγάλων επιχειρήσεων κι ελάχιστες την
ενημέρωση καταναλωτών. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν
τις εξελίξεις ενώ ακόμα και ορισμένες διατυπώσεις έχουν σταλεί από
γραφεία λόμπυ επιχειρήσεων.
Μετά από πολλές πιέσεις των ευρωβουλευτών, η Κομισιόν ενημέρωσε ότι
τα Κράτη Μέλη και οι εκλεγμένοι ευρωβουλευτές θα μπορούν να έχουν μια
κάποια πρόσβαση στα κείμενα διαπραγματεύσεων της ΕΕ. Με πρόταση των ΗΠΑ
που έγινε δεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθιερώθηκαν «readingrooms: δωμάτια ανάγνωσης», με περιορισμένη πρόσβαση στα υπό διαπραγμάτευση
κείμενα ΕΕ – ΗΠΑ με τις θέσεις των δυο πλευρών σε ιδιαίτερα θέματα που
μπορεί να έχουν την μορφή νομικά δεσμευτικών διεθνών συμφωνιών.
Με τα όσα ίσχυαν μέχρι πρόσφατα – και μέχρι να δούμε τι θα κάνει η
νέα υπό τον κ. Γιουνκέρ Κομισιόν - «readingrooms: δωμάτια ανάγνωσης»,
θα υπάρχουν ένα στο κτίριο της Κομισιόν στις Βρυξέλλες κι ένα στο
Ευρωκοινοβούλιο, καθώς και στις πρεσβείες των ΗΠΑ στα Κράτη Μέλη. Σε
αυτά θα έχουν δυνατότητα εισόδου οι συντονιστές των ευρωπαϊκών πολιτικών
ομάδων, οι πρόεδροι της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου και ορισμένοι από
τους Ευρωβουλευτές που χειρίζονται σχετικά θέματα. Δεν επιτρέπεται,
όμως, να βγάζουν φωτοτυπίες ή φωτογραφίες (με κινητό ή φωτογραφική
μηχανή).
Δέκα επτά από τα Κράτη Μέλη έχουν διαμαρτυρηθεί γι’ αυτή τη διαδικασία – δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα.
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με δυο σημαντικές αποφάσεις του στις 26/6/2014 και στις 3/7/2014 έχει ουσιαστικά επικρίνει την έλλειψη διαφάνειας και πληροφόρησης στις διαπραγματεύσεις.
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με δυο σημαντικές αποφάσεις του στις 26/6/2014 και στις 3/7/2014 έχει ουσιαστικά επικρίνει την έλλειψη διαφάνειας και πληροφόρησης στις διαπραγματεύσεις.
Γιατί είναι σημαντική η «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων»;
Οι διαπραγματεύσεις για την «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και
Επενδύσεων» (Transatlantic Τradeand Investment Partnership) δεν αφορούν σε
μια απλή, παραδοσιακή εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ αλλά σε μια
συμφωνία που θέτει το «γενικό πλαίσιο», τους κανόνες, μιας μακροχρόνιας
και δεσμευτικής διμερούς συμφωνίας, που θα δεσμεύσει όλα τα Κράτη-μέλη
της ΕΕ. Παρά τη σημασία της, όμως, αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα ως μια
εμπορική συνεργασία, και κατά συνέπεια τίθενται περιορισμοί στην
ενημέρωση, στην πρόσβαση στις πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις, ενώ
τα ντοκουμέντα που χρησιμοποιούνται στις διαπραγματεύσεις δεν δίνονται
στη δημοσιότητα, ούτε καν στους ευρωβουλευτές και βουλευτές. Αφορά
«εμπορικά μυστικά», προβάλλουν ως επιχείρημα οι οπαδοί της
«μυστικότητας» των συνομιλιών.
Η «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων» είναι μια συμφωνία
που θα επηρεάσει όχι μόνο επιμέρους τομείς (γεωργία-κτηνοτροφία,
βιομηχανικά και πολιτιστικά προϊόντα, χημικά κα) αλλά κυρίως τις αγορές
και τους κανόνες των αγορών. Οι διοργανωτές της καμπάνιας «STOPTTIP»
υποστηρίζουν ότι «η Συμφωνία αυτή προετοιμάζεται εδώ και 20 χρόνια υπό
την πίεση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και από τις δυο πλευρές
του Ατλαντικού που προσπαθούν να επιβάλουν το άνοιγμα των αγορών σε
βάρος της προστασίας του καταναλωτή, της διατροφικής ασφάλειας, των
περιβαλλοντικών κανόνων, των σημαντικών κοινωνικών προτύπων, των κανόνων
για τη χρήση τοξικών προϊόντων ή κανονισμών για την ασφάλεια των
τραπεζικών συναλλαγών». Είχε προηγηθεί η προσπάθεια προώθησης μέσα από
μυστικές διαπραγματεύσεις 1995-1998 της «Πολυμερούς Συμφωνίας για τις
Επενδύσεις -Multilateral Agreementon Investment (MAI)», οι διαπραγματεύσεις όμως εκείνες κατέρρευσαν κάτω από την πίεση ενός ισχυρού κινήματος πολιτών.
Η Συμφωνία θα αλλάξει, μεταξύ άλλων, και τις δημόσιες προμήθειες για
υπηρεσίες και αγαθά, μια και οι «προσκλήσεις ενδιαφέροντος για δημόσιες
υπηρεσίες» θα πρέπει να ανοίξουν στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Ένας στόχος που βρίσκει ενθουσιώδη υποστήριξη από την συντηρητική
κυβέρνηση της Βρετανίας.
Εναρμόνιση κανόνων και κανονισμών
Με δεδομένο ότι οι δασμοί μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι ήδη χαμηλοί
(κατά μέσο όρο 4 %), η προσοχή των διαπραγματεύσεων επικεντρώνεται στην
άρση των επονομαζόμενων «Μη Δασμολογικών Φραγμών ή ΜΔΦ» που είναι
αποτέλεσμα των διαφορών στους κανονισμούς και τα πρότυπα και αφορούν
στην εγγύηση της ασφάλειας και της προστασίας των καταναλωτών και του
περιβάλλοντος. Εκεί όμως βρίσκεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της όποιας
συμφωνίας. Θα εναρμονιστούν οι κανόνες και οι διαδικασίες για να
βελτιωθούν η ασφάλεια του καταναλωτή και η προστασία του περιβάλλοντος
αλλά και η ασφάλεια, υγιεινή και προστασία των εργαζομένων ή θα
«χαλαρώσουν» οι προδιαγραφές προς όφελος της «εναρμόνισης»;
Λόγω πολιτικής κουλτούρας σπάνια υπάρχουν κανονισμοί που απαγορεύουν ή
περιορίζουν κάτι στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, στην ΕΕ υπάρχει μια πολιτική που
βασίζεται σε υιοθέτηση νομοθεσιών και κανονισμών για την προστασία του
περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων. Πώς λοιπόν θα υπάρξει εναρμόνιση
χωρίς να περιοριστεί η προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος;
Το πιο βαρύ πλήγμα θα υποστεί η «αρχή της πρόληψης» που ισχύει -
τουλάχιστον στα χαρτιά - στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόσφατη νομοθεσία,
πχ REACH, επιδιώκει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τα χημικά αλλά και
άλλα προϊόντα που πρέπει πλέον να αποδεικνύουν ότι δεν είναι επιβλαβή
για να πάρουν έγκριση κυκλοφορίας. Στις ΗΠΑ ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Ένα προϊόν βγαίνει από την αγορά μόνο αν αποδειχτεί ότι είναι
επικίνδυνο. Πώς μπορεί να υπάρξει εναρμόνιση μεταξύ αυτών των δύο
αντίθετων πρακτικών και πολιτικών; Ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρίες θα
μπορούσαν να πάρουν λοιπόν άδεια για την κυκλοφορία του (πιθανά
επικίνδυνου) προϊόντος τους στις ΗΠΑ και μετά να το εισάγουν και στην
ΕΕ.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αλλαγή στην αντιμετώπιση
των χημικών που επηρεάζουν την παραγωγή ορμονών, οι λεγόμενοι
ενδοκρινικοί διαταράκτες - Endocrine-disruptingchemicals.
Είναι χιλιάδες ουσίες που περιέχονται από τα πλαστικά και τα καλλυντικά
μέχρι τα φυτοφάρμακα και παραπροϊόντα της βιομηχανικής παραγωγής και
έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι μιμούνται τις ορμόνες και
παρεμβαίνουν στο ορμονικό σύστημα των ανθρώπων αλλά και των ζώων, και
προκαλούν διαταραχή στις ορμόνες, στη γνωστική διαδικασία των παιδιών,
διαταραχή της γονιμότητας, νεοπλασίες, καρκίνους αλλά και δημιουργία των
λεγόμενων «συγγενών ανωμαλιών» που καταγράφουν απειλές για τη υγεία του
εμβρύου, ακόμα και στην ενήλικη ζωή του.
Η Κομισιόν είχε περιλάβει στο πρόγραμμα δράσης της για το 2013
πρωτοβουλία για τα χημικά αυτά, ιδιαίτερα όταν περιέχονται σε καλλυντικά
ή φυτοφάρμακα, αλλά την ανέβαλε με την δικαιολογία ότι «υπάρχει
διχογνωμία μεταξύ των επιστημόνων». Αντιθέτως, ξεκίνησε σε συνεργασία
με τις ΗΠΑ και στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ ένα
«πιλοτικό πρόγραμμα εναρμόνισης των προσεγγίσεων σε σχέση με τους
ενδοκρινικούς διαταράκτες» καθώς και «δυο άλλα πιλοτικά προγράμματα στο
οποίο συμμετέχουν σχετικές βιομηχανίες των ΗΠΑ και της ΕΕ με στόχο την
εναρμόνιση των προσεγγίσεων σχετικά με τα χημικά».
Μάλιστα τον Ιούνιο 2014 λίγο πριν τον 6ο γύρο των διαπραγματεύσεων για
την ΤΤΙΡ η Κομισιόν δημοσίευσε έναν «οδικό χάρτη» που ανατρέπει τον
αρχικό σχεδιασμό για περιορισμό και απαγορεύσεις των επικίνδυνων αυτών
χημικών και υιοθετεί την λογική της συνέχισης της χρήσης των
ενδοκρινικών διαταρακτών εφόσον ακολουθούνται συγκεκριμένα βήματα και
μέτρα προστασίας, μια πολιτική συμβατή με την αμερικάνικη προσέγγιση.
Οι εταιρίες φυτοφαρμάκων και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού
ζητάνε «την προστασία των καλλιεργειών» και αντιδρούν έντονα στην «αρχή
της πρόληψης». Κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι «η κατηγοριοποίηση
των χημικών ως ενδοκρινικοί διαταράκτες είναι εξόχως προβληματική» και
«σε πλήρη αντίθεση με την επιστημονική αρχή της «προσέγγισης της
ανάλυσης κινδύνου» (risk ssessment approach), που χρησιμοποιείται από
την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ.
Σε έναν άλλο τομέα, αυτό των γενετικά τροποποιημένων (μεταλλαγμένων)
και της κλωνοποίησης, που σχετίζεται με τη διατροφική ασφάλεια και την
προστασία της υγείας και των καταναλωτών, υπάρχουν επίσης μεγάλες
διαφορές στις προωθούμενες πολιτικές. Στις ΗΠΑ προωθείται τόσο η
καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων οργανισμών όσο και η κλωνοποίηση για
την παραγωγή ζώων προς κατανάλωση. Στην ΕΕ δεν επιτρέπεται σε γενικές
γραμμές η κατανάλωση γενετικά τροποποιημένων προϊόντων ή προϊόντων από
κλωνοποιημένα ζώα ή απογόνους κλωνοποιημένων ζώων.
Στο τέλος της θητείας μου ως ευρωβουλευτής των Πράσινων, έγινα και εγώ μάρτυρας της μεγάλης πίεση από τις ΗΠΑ για την εισαγωγή ζώων που προέρχονται από απογόνους κλωνοποιημένων ζώων, ενώ είναι γνωστός ο πόλεμος για τις αυξητικές ορμόνες βοοειδών που χρησιμοποιούν οι αμερικανοί παραγωγοί αλλά δεν επιτρέπονται στην ΕΕ. Στις ΗΠΑ δεν ισχύει κάποιο σύστημα πιστοποίησης που ενημερώνει τους καταναλωτές ότι ένα κρέας προέρχεται από κλωνοποιημένα ζώα ή απογόνους κλωνοποιημένων ζώων.
Στο τέλος της θητείας μου ως ευρωβουλευτής των Πράσινων, έγινα και εγώ μάρτυρας της μεγάλης πίεση από τις ΗΠΑ για την εισαγωγή ζώων που προέρχονται από απογόνους κλωνοποιημένων ζώων, ενώ είναι γνωστός ο πόλεμος για τις αυξητικές ορμόνες βοοειδών που χρησιμοποιούν οι αμερικανοί παραγωγοί αλλά δεν επιτρέπονται στην ΕΕ. Στις ΗΠΑ δεν ισχύει κάποιο σύστημα πιστοποίησης που ενημερώνει τους καταναλωτές ότι ένα κρέας προέρχεται από κλωνοποιημένα ζώα ή απογόνους κλωνοποιημένων ζώων.
«Κατάργηση της γραφειοκρατίας» μπορεί λοιπόν να σημαίνει, για
παράδειγμα, εισαγωγή στην ΕΕ κρέατος που προέρχεται από κλωνοποιημένα
ζώα ή απογόνους τους χωρίς να υπάρχει καν σήμανση για κάτι τέτοιο ή
κυκλοφορία χημικών που προκαλούν ενδοκρινική διαταραχή.
Οι υποστηρικτές της Συμφωνίας ισχυρίζονται ότι «το 80 % των
οικονομικών οφελών της TTIP θα προέλθει από τη μείωση των δαπανών που
επιβάλλονται από τη γραφειοκρατία και τους κανονισμούς και από την
ελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών στον τομέα της παροχής υπηρεσιών και
κρατικών προμηθειών». Συχνά, όμως, η άρση της
γραφειοκρατίας σημαίνει μείωση των προδιαγραφών και της προστασίας,
όπως καλά ξέρουμε τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες.
Πάνω από όλα τα δικαιώματα του επενδυτή
Μέσα από την ΤΤΙΡ μπορεί να επικρατήσει και το λεγόμενο «δίκαιο του
επενδυτή» (Investor-state disputes ettlement - ISDS), η ανεξέλεγκτη αγορά
πάνω από όλα, δηλαδή η δυνατότητα των επενδυτών να προσφεύγουν σε διεθνή
δικαστήρια εναντίον των πολιτών, της αυτοδιοίκησης ή και κρατών μελών
όταν κρίνουν ότι εμποδίζουν την επένδυσή τους. Αν ένα κοινοβούλιο, για
παράδειγμα, υιοθετήσει ένα νόμο ο οποίος επηρεάζει μια επένδυση, όπως
για παράδειγμα αυτή στη Χαλκιδική για εξόρυξη χρυσού, ο επενδυτής μπορεί
να προσφεύγει σε διεθνή δικαστήρια και όχι σε κάποιο εθνικό δικαστήριο,
με βάση το εμπορικό δίκαιο και όχι το περιβαλλοντικό δίκαιο. Σε ένα
τέτοιο πλαίσιο διάφορα λόμπυ μπορούν να επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων
επισείοντας την απειλή προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο για εμπορικές
υποθέσεις. Μεγάλες εταιρίες μπορεί να πληρώνουν στρατό από δικηγόρους
που ειδικεύονται σε παρόμοιες υποθέσεις, αλλά μικρές χώρες και ιδιαίτερα
τοπικές κοινωνίες είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουν παρόμοιες προσφυγές
που θα οδηγήσουν σε απώλεια του δημοκρατικού ελέγχου.
Παρόμοιες μεμονωμένες υποθέσεις έχουν υπάρξει ήδη με μεγάλες
επιχειρήσεις να απαιτούν αποζημιώσεις πολλών εκατομμυρίων ή και
δισεκατομμυρίων. Μια τέτοια είναι η υπόθεση η απαίτηση της ενεργειακής
βιομηχανίας Vattenfall που απαίτησε από την ομοσπονδιακή κυβέρνησης της
Γερμανίας αποζημίωση ύψους 3.7 δις ευρώ για την απόφασή της να κλείσει
δυο πυρηνικές εγκαταστάσεις στο πλαίσιο του προγράμματος σταδιακής
εξόδου από την πυρηνική ενέργεια. Παρόμοιες διεκδικήσεις θα γενικευτούν
από «ξένους επενδυτές» εφόσον υιοθετηθεί το «δίκαιο του επενδυτή»
(Investor-state disputes ettlement - ISDS), και θα δημιουργηθεί έτσι ένα
πλαίσιο άδικων σχέσεων και διαφορετικού δικαστικού καθεστώτος μεταξύ
ντόπιων και ξέων επενδυτών, αφού η ρύθμιση προβλέπεται να ισχύει μόνο
για τους «ξένους επενδυτές» που θα μπορούν να επιβάλουν τις επιλογές
τους σε βάρος κρατών και κοινωνιών.
Στο πλαίσιο της Συμφωνίας προβλέπεται να προσκαλούνται από τις
κυβερνήσεις ομάδες μεγάλων επιχειρήσεων για να συζητούν μαζί τους την
διαμόρφωση της νομοθεσίας που μπορεί να τις αφορά στο πλαίσιο της
λεγόμενης «“regulatory cooperation». Η συμμετοχή των εκπροσώπων των
μεγάλων επιχειρήσεων μπορεί να αφορά σε ομάδες εργασίας ειδικών που
προετοιμάζουν μια νομοθεσία, ακόμα και πριν αυτή συζητηθεί στα
κοινοβούλια. Η διαδικασία υποβαθμίζει το δημοκρατικό σύστημα μέσω μιας
συμφωνίας εμπορίου και επενδύσεων!
Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων
Η ομάδα που συντονίζει την ευρωπαϊκή καμπάνια, μέσω της γερμανικής
οργάνωσης «Περισσότερη Δημοκρατία» έχει ζητήσει μια ανεξάρτητη νομική
γνωμοδότηση, που εξετάζει την νομιμότητα της διαδικασίας που είναι σε
εξέλιξη καθώς και την τεκμηρίωση της συγκρότησης της «Ευρωπαϊκής
Πρωτοβουλίας Πολιτών STOPTTIP.
Μπορείτε να συμμετάσχετε στην ηλεκτρονική πανευρωπαϊκη καμπάνια συγκέντρωσης υπογραφών εδώ: http://stop-ttip.org/.
Πηγή: www. tvxs.gr